Την προηγούμενη εβδομάδα τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση ο νέος Πτωχευτικός Κώδικας με τον επικοινωνιακό τίτλο νομοσχεδίου «Κώδικας Διευθέτησης Οφειλών και Παροχή Δεύτερης Ευκαιρίας».
Ανταποκρίνεται, όμως, ο τίτλος στην πραγματικότητα; Παρέχεται δεύτερη ευκαιρία; Υπάρχει προστασία πρώτης κατοικίας;
Η αλήθεια είναι διαφορετική…
Ο φορέας, που θα διαχειρίζεται, τα ακίνητα θα είναι ιδιωτικός και όχι δημόσιος, όπως είχε διαρρεύσει πριν το καλοκαίρι, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Το άρθρο 166, που αναφέρεται στα ευάλωτα νοικοκυριά, έχει αυστηρότατα εισοδηματικά κριτήρια (7.000 ευρώ για τον άγαμο και 120.000 ευρώ αντικειμενική αξία κατοικίας, 10.500 ευρώ για τον έγγαμο και 135.000 ευρώ αντικειμενική αξία, 14.000 ευρώ για τριμελή οικογένεια και 150.000 ευρώ αντικειμενική αξία, και 17.500 ευρώ και 165.000 ευρώ αντικειμενική αξία για τετραμελή οικογένεια). Συνεπώς, η περίμετρος των δικαιούχων είναι περιορισμένη.
Σε όσους δεν πληρούν τα κριτήρια αυτά ρευστοποιείται το σύνολο της περιουσίας χωρίς δικαίωμα να παραμείνουν στο ακίνητο ούτε ως μισθωτές. Όσοι πληρούν τα κριτήρια και χαρακτηρίζονται ευάλωτα νοικοκυριά, έχουν το δικαίωμα, αφού ρευστοποιηθούν τα λοιπά περιουσιακά τους στοιχεία, να μεταβιβάσουν την πρώτη κατοικία τους στο Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης, να παραμείνουν στο ακίνητο ως μισθωτές καταβάλλοντας μίσθωμα για 12 έτη. Στους δανειολήπτες θα χορηγείται στεγαστικό επίδομα 70 ευρώ για τον άγαμο και 35 ευρώ για κάθε επιπλέον μέλος, εφόσον πληρούν και στο μέλλον τα εισοδηματικά κριτήρια. Η πανηγυρική δήλωση κύκλων της κυβέρνησης ότι «δεν θα πλειστηριαστούν κατοικίες ευάλωτων νοικοκυριών, που θα ρυθμίσουν βάσει του νόμου τις οφειλές τους», παραβιάζει ανοιχτές θύρες. Για να διενεργηθεί πλειστηριασμός, προϋπόθεση είναι ο δανειολήπτης να έχει την κυριότητα. Στην περίπτωση του νόμου, ο δανειολήπτης θα παραχωρεί μόνος του την κυριότητα, άρα δεν θα συντρέχει λόγος πλειστηριασμού.
Αν καθυστερήσουν να καταβάλλουν έως και τρία μηνιαία μισθώματα θα απειλούνται με έξωση. Μετά την δωδεκαετία θα μπορούν, εφόσον δύνανται, να αποκτήσουν ξανά την κυριότητα του ακινήτου καταβάλλοντας ως τίμημα επαναγοράς το ποσό που θα αντιστοιχεί τότε στην εμπορική αξία του ακινήτου τους. Δηλαδή θα αγοράζουν ξανά το ακίνητο στην πραγματική του αξία, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα ποσά που έχουν καταβάλλει από την λήψη του αρχικού δανείου μέχρι την ημέρα που σταμάτησαν να καταβάλλουν. Επιπλέον, ούτε τα μισθώματα, που θα έχουν καταβάλλει στην δωδεκαετία, θα συμψηφίζονται με το τίμημα επαναγοράς. Επομένως, για να διατηρήσουν την κυριότητα του ακινήτου, θα έχουν συνολικά καταβάλλει τις μηνιαίες δόσεις που πλήρωναν μέχρι να «κοκκινίσουν», τα μισθώματα 12 ετών και την εμπορική αξία του ακινήτου στο τέλος της δωδεκαετίας. Προφανώς πολύ περισσότερα χρήματα, μπορεί και διπλάσια, από αυτά που δανείστηκαν.
Είναι προφανές ότι δεν υφίσταται ουδεμία προστασία πρώτης κατοικίας.
Το ερώτημα που τίθεται είναι που βρίσκεται η «δεύτερη ευκαιρία», που προσφέρει ο τίτλος του νομοσχεδίου;
Προφανώς η κυβέρνηση εννοεί ως δεύτερη ευκαιρία τη δυνατότητα όσων ρευστοποιήσουν το σύνολο της περιουσίας τους (χωρίς να διατηρούν κατοικία), να απαλλαγούν σταδιακά από τα χρέη τους και να κάνουν μια νέα αρχή.
Το ερώτημα επιστρέφει ως ρητορικό. Στην σημερινή κατάσταση της κοινωνίας και της οικονομίας, η λύση αυτή είναι κοινωνικά δίκαιη και αρκεί για την προστασία της κοινωνικής ειρήνης;