Πριν δύο εβδομάδες ο Πρωθυπουργός παρουσίασε την έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη ως σχέδιο αναγέννησης της ελληνικής οικονομίας.
Ένα σημαντικό τμήμα της έκθεσης και των προτεινόμενων δράσεων αφορά στην κοινωνική ασφάλιση. Ωστόσο, τα συμπεράσματα της έκθεσης έρχονται σε αντίθεση με τις βεβαιότητες που διατυπώνει τον τελευταίο χρόνο η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εργασίας. Μια σειρά προτεινόμενων δράσεων είναι πιθανόν να οδηγήσουν σε μείωση των εσόδων στα ασφαλιστικά ταμεία. Είναι κρίσιμο να δοθούν απαντήσεις για τον τρόπο αναπλήρωσης των απωλειών.
Η έκθεση αναφέρει «το ασφαλιστικό σύστημα χρειάζεται συνολική μεταρρύθμιση, ώστε να προσαρμοσθεί στις δημογραφικές τάσεις» και «αν το ασφαλιστικό σύστημα παραμείνει αμιγώς διανεμητικό, όπως είναι σήμερα, δηλαδή οι πληρωμές προς τους συνταξιούχους συνεχίσουν να καλύπτονται από τις εισφορές του ενεργού πληθυσμού και τον κρατικό προϋπολογισμό, … τότε το ύψος των συντάξεων θα πρέπει διαρκώς να μειώνεται …, είτε το ύψος των εισφορών και των φόρων να αυξάνεται». Σε αντίθεση, το Υπουργείο Εργασίας διατρανώνει ότι η ασφαλιστική μεταρρύθμιση ολοκληρώθηκε με επιτυχία, το ύψος των συντάξεων είναι διασφαλισμένο, ενώ επικαλείται αναλογιστική μελέτη, που συνοδεύει τον πρόσφατο νόμο 4670/2020, και βεβαιώνει την βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος έως το 2060. Ποιος λέει την αλήθεια; Το Υπουργείο ή η έκθεση Πισσαρίδη;
Στην έκθεση γίνονται αναφορές σε περαιτέρω αύξηση ορίων ηλικίας και εξορθολογισμό των κανόνων εξαγοράς πλασματικών ετών, ενώ τα ζητήματα αυτά έχουν ήδη ρυθμιστεί νομοθετικά. Η αναμόχλευση ζητημάτων που άπτονται του οικογενειακού προγραμματισμού, πέραν του ότι γεννά ανασφάλεια στην αγορά εργασίας, ελλοχεύει τον κίνδυνο να οδηγήσει σε ένα αχρείαστο κύμα συνταξιοδοτήσεων, που θα επιβαρύνει το ασφαλιστικό σύστημα. Επιπλέον, γίνεται λόγος για ανάγκη αύξησης της ανταποδοτικής σύνταξης, ενώ το Υπουργείο διατείνεται ότι μόλις αποκατέστησε την αρχή της ανταποδοτικότητας.
Η βασική «μεταρρύθμιση», που προτείνεται, είναι η μετατροπή της επικουρικής ασφάλισης σε πλήρως κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα με την συμμετοχή τρίτων (ιδιωτών) και με μεγάλα φορολογικά κίνητρα στα ιδιωτικά συνταξιοδοτικά προϊόντα.
Στην έκθεση επιπλέον αναφέρεται «η ενίσχυση του κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα του συστήματος προϋποθέτει μείωση της επιβάρυνσης από εισφορές που κατευθύνονται στον διανεμητικό πυλώνα (κύρια και επικουρική σύνταξη)». Πώς όμως θα καλυφθούν οι τρέχουσες συντάξεις, αλλά και αυτές των επόμενων είκοσι ετών, αν η στρατηγική του ασφαλιστικού συστήματος είναι η μονομερής μείωση εισφορών προς τα δημόσια ασφαλιστικά ταμεία; Παρακάτω ομολογείται ότι «η ενίσχυση των κεφαλαιοποιητικών πυλώνων δημιουργεί ένα χρηματοδοτικό κενό, καθώς μέρος των εισφορών των εργαζομένων θα κατευθύνεται προς τις μελλοντικές συντάξεις τους και όχι προς την κάλυψη των συντάξεων των σημερινών συνταξιούχων». Βάσει των ισχυρισμών των συντακτών της έκθεσης, το κενό θα καλυφθεί μέσω της ενίσχυσης της αποταμίευσης των νοικοκυριών και της επένδυσης αυτών στα κεφαλαιοποιητικά ασφαλιστικά τους προγράμματα. Μα ακόμα και να δεχθούμε ότι θα ενισχυθεί η ανάπτυξη και ότι θα δημιουργηθούν αποταμιεύσεις, πώς προκύπτει ότι αυτές θα επενδύονται στα συνταξιοδοτικά προγράμματα; Ακόμα και στο απίθανο σενάριο, που ο κόσμος έχει τόσες αποταμιεύσεις και θα σπεύδει να τις καταθέσει σε επικουρικό ταμείο, πώς θα καλύπτονται οι τρέχουσες συντάξεις των δημοσίων επικουρικών ταμείων, αφού οι αποταμιευτές θα έχουν απευθυνθεί κυρίως σε ιδιωτικά επικουρικά ταμεία, τα οποία θα διαχειρίζονται τις εισφορές τους; Η βιωσιμότητα του δημοσίου ασφαλιστικού συστήματος παρουσιάζεται ως ένα ενδεχόμενο αποτέλεσμα επιλογών με μεγάλο ρίσκο. Στο ζήτημα της κοινωνικής ασφάλισης η εφαρμογή της θεωρίας των παιγνίων μπορεί να αποβεί μοιραία.
Άρθρο στο "Βήμα της Κυριακής", 13/12/2020