Η πρακτική της κυβέρνησης να καθυστερεί την εφαρμογή ψηφισμένου νόμου αποδεικνύει ότι το πολυδιαφημισμένο «επιτελικό κράτος» είτε δεν υφίσταται στην πραγματικότητα είτε λειτουργεί a la carte ανάλογα το Υπουργείο.
Σε σήριαλ έχει εξελιχθεί η εφαρμογή του νόμου Βρούτση στις κύριες συντάξεις. Έως τέλος Απρίλιου του 2021 αναμένόταν να καταβληθούν τα αναδρομικά του νόμου 4670/2020 (Νόμος Βρούτση) και οι αντίστοιχες αυξήσεις στις συντάξεις.
Η διάταξη ισχύει αναδρομικά από 1-10-2019 και έχει ως αφετηρία τον μήνα αυτόν, καθώς στις 4 Οκτωβρίου του 2019 εκδόθηκε η απόφαση του ΣΤΕ που έκρινε πως τα ποσοστά αναπλήρωσης του ν.4387/2016 (Νόμος Κατρούγκαλου) δεν είχαν επαρκή ανταποδοτικότητα για τους ασφαλισμένους με πολλά έτη ασφάλισης.
Συνεπώς οι 180.000 έως 200.000 περίπου συνταξιούχοι που θα δουν αυξήσεις , θα λάβουν μαζί με την πρώτη αυξημένη σύνταξη αναδρομικά 19 μηνών, αν τελικά αυτά καταβληθούν τον Απρίλιο του 2021.
Ο νέος Υπουργός Εργασίας Κωστής Χατζιδάκης, ομολογουμένως πιο φειδωλός από τον προκάτοχο του , διστάζει να δεσμευθεί ρητά σε συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα. Κάπως έτσι από τον Απρίλιο καταλήξαμε ότι τα αναδρομικά θα δοθούν «το ταχύτερο δυνατό» με ότι αυτό αορίστως συνεπάγεται.
Η πρακτική της κυβέρνησης να καθυστερεί την εφαρμογή ψηφισμένου νόμου αποδεικνύει ότι το πολυδιαφημισμένο «επιτελικό κράτος» είτε δεν υφίσταται στην πραγματικότητα είτε λειτουργεί a la carte ανάλογα το Υπουργείο.
Ενδεικτικό της δύσκολης κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει ο ΕΦΚΑ αλλά και των πεπερασμένων δυνατοτήτων της έως τώρα ψηφιοποίησης των ασφαλιστικών στοιχείων, είναι ότι ο νόμος Βρούτση που προβλέπει το επανυπολογισμό των κύριων συντάξεων , ψηφίστηκε την 29η Φεβρουαρίου του 2020 και ακόμα δεν έχει εφαρμοσθεί.
Το παράδοξο είναι ότι στο παρελθόν, όταν ψηφίζονται νόμοι για περικοπή συντάξεων , όπως πχ. ο ν.4093/2012 που ψηφίστηκε Νοέμβριο του 2012, αυτοί μπορούσαν και εφαρμόζονταν άμεσα ακόμα και δύο μήνες μετά από 1 Ιανουαρίου του 2013. Το κοινό των δύο νόμων είναι ότι ψηφίστηκαν επί υπουργίας Γιάννη Βρούτση. Η βασική διαφορά είναι ότι ο πρώτος νόμος μείωνε σημαντικά τις συντάξεις και εφαρμόστηκε αμέσως υπό την πίεση της Μνημονιακής επιτήρησης, ενώ ο δεύτερος που φέρνει οριακές αυξήσεις σε μικρή μερίδα συνταξιούχων δεν έχει εφαρμοσθεί μετά την παρέλευση ενός έτους από την ψήφιση του.
Ωφελημένοι θα είναι οι συνταξιούχοι που συνταξιοδοτήθηκαν με περισσότερα από 30 έτη ασφάλισης, καθώς με το άρθρο 24 του νόμου 4670/2020 αυξήθηκαν τα ποσοστά αναπλήρωσης για όσους έχουν περισσότερα από 30 έτη. Η αύξηση στα ποσοστά αναπλήρωσης ανέρχεται από 0,56% (28,35% αντί για 27,79% που προέβλεπε ο νόμος Κατρούγκαλου) για συνταξιούχους που έχουν 31 έτη και φτάνει έως και το 7,21 % (50,01 % αντί για 42,8% που προέβλεπε ο νόμος Κατρούγκαλου) για συνταξιούχους που είχαν συμπληρώσει 40 έτη κατά τη συνταξιοδότηση.
Όσο περισσότερα έτη είχε ο συνταξιούχος , τόσο μεγαλύτερη είναι η αύξηση. Όμως πρακτικά κερδισμένοι θα είναι κυρίως οι συνταξιούχοι μετά την 13η -5-2016, καθώς οι παλαιότεροι συνταξιούχοι στην πλειοψηφία τους έχουν, μετά τον επανυπολογισμό του νόμου Κατρούγκαλου, διατηρήσει προσωπική διαφορά που είναι μεγαλύτερη από την αύξηση του Νόμου Βρούτση. Στις περιπτώσεις αυτές ο συνταξιούχος ωφελείται γιατί μειώνεται η προσωπική διαφορά αλλά δεν κερδίζει πρακτικά καθώς δεν αυξάνεται πραγματικά η σύνταξη του, παρά μόνο λογιστικά.
Εφόσον όμως η αύξηση με τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης είναι μεγαλύτερη από την προσωπική διαφορά που είχαν διατηρήσει, τότε θα λάβουν ως πραγματική αύξηση το ποσό που μετά το συμψηφισμό υπερβαίνει την προσωπική διαφορά. Αν π.χ. ο συνταξιούχος είχε διατηρήσει προσωπική διαφορά το ποσό των 150 ευρώ και η αύξηση λόγω των νέων ποσοστών αναπλήρωσης είναι 170 ευρώ, η πραγματική αύξηση στη σύνταξη θα είναι 20 ευρώ.
Αν όμως ο συνταξιούχος είχε διατηρήσει προσωπική διαφορά το ποσό των 150 ευρώ και η αύξηση λόγω των νέων ποσοστών αναπλήρωσης είναι 80 ευρώ, τότε δεν υπάρχει πραγματική αύξηση αλλά απλά μειώνεται λογιστικά η προσωπική διαφορά στα 70 ευρώ .
Οι κατηγορίες των παλαιών συνταξιούχων που θα λάβουν αύξηση, είναι κυρίως όσοι είδαν αύξηση και με τον επανυπολογισμό του Νόμου Κατρούγκαλου την 1η-1-2019 και ελάχιστοι ακόμα παλαιοί συνταξιούχοι. Οι πριν το Μάιο του 2016 συνταξιούχοι που δικαιούνται αύξηση, θα την δουν να καταβάλλεται σε 5 ισόποσες μηνιαίες δόσεις, αρχής γενομένης αναδρομικά από τον Οκτώβριο του 2019 με καταβολή του 1/5 της αύξησης .
Οι συνταξιούχοι που συνταξιοδοτήθηκαν μετά την 13η Μαΐου του 2016 και έχουν περισσότερα από 30 έτη ασφάλισης είναι οι κυρίως κερδισμένοι από την εφαρμογή του νέου νόμου. Εξαιρούνται οι περιπτώσεις που διατήρησαν μέρος της προσωπικής διαφοράς.
Βάσει του άρθρου 6 του ν.4387/2016, οι νέοι συνταξιούχοι που, κατά τη σύγκριση του νέου τρόπου υπολογισμού (Νόμος Κατρούγκαλου) με τον καθεστώς που ίσχυε πριν την εφαρμογή του, είχαν διαφορά στη σύνταξη πάνω από 20%, διατηρούσαν μέρος της αυτής της διαφοράς ως προσωπική διαφορά. Συγκεκριμένα, εφόσον υπήρχε διαφορά 20%, οι συνταξιούχοι που αποχώρησαν το 2016 διατηρούσαν το ½ της διαφοράς, %, οι συνταξιούχοι που αποχώρησαν το 2016 διατηρούσαν το1/3 της διαφοράς και οι συνταξιούχοι που αποχώρησαν το 2016 διατηρούσαν το1/4 της διαφοράς.
Στις περιπτώσεις που η αύξηση με τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης δεν υπερβαίνει την προσωπική διαφορά ούτε οι συγκεκριμένοι συνταξιούχοι θα δουν πραγματική αύξηση στην σύνταξη τους αλλά μόνο μείωση ή εξάλειψη της προσωπικής διαφοράς. Εφόσον όμως η αύξηση με τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης είναι μεγαλύτερη από το μέρος της προσωπικής διαφοράς που είχαν διατηρήσει, τότε θα λάβουν ως πραγματική αύξηση (χωρίς δοσολόγιο) το ποσό που μετά το συμψηφισμό υπερβαίνει την προσωπική διαφορά.
Αν π.χ. ο συνταξιούχος είχε διατηρήσει ως μέρος της προσωπικής διαφοράς το ποσό των 60 ευρώ και η αύξηση λόγω των νέων ποσοστών αναπλήρωσης είναι 80 ευρώ, η πραγματική αύξηση στη σύνταξη θα είναι 20 ευρώ.
Για παράδειγμα ο νέος τρόπος υπολογισμού του Ν.4387/2016 στους συνταξιούχους του ΟΑΕΕ, επέφερε πολύ μεγάλες μειώσεις στις συντάξεις με συνέπεια το σύνολο των αποχωρησάντων μετά την 13η-5-2016 να έχει διατηρήσει μεγάλο ποσό προσωπική διαφοράς (πολύ κάτω βέβαια από όσα έπαιρναν με το προϊσχύον καθεστώς). Οι αυξήσεις του νόμου Βρούτση δεν καλύπτουν την προσωπική διαφορά με συνέπεια, οι συνταξιούχοι του τέως ΟΑΕΕ που αποχώρησαν από 13-5-2016 εως 31-12-2018 στην πλειοψηφία τους να μην δουν πραγματική αύξηση.
Οι συνταξιούχοι που αποχώρησαν από 13-5-2016 έως 31-12-2018 και έχουν πάνω από 30 έτη ασφάλισης και δεν διατήρησαν μέρος της προσωπικής διαφοράς, θα δουν στο σύνολο τους αύξηση από την εφαρμογή του νέου νόμου.
Οι χωρίς αστερίσκους κερδισμένοι είναι όσοι αποχώρησαν με 30 τουλάχιστον έτη ασφάλισης μετά την 1-1-2019, όπου δεν προβλεπόταν διατήρηση μέρους της προσωπικής διαφοράς από το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, και συνεπώς λαμβάνουν ολόκληρη την αύξηση .
Για όσους συνταξιούχους έχουν καταθέσει αίτηση για σύνταξη πριν τον Οκτώβριο του 2019, η σύνταξη θα υπολογιστεί με τα ποσοστά αναπλήρωσης του νόμου Κατρούγκαλου για το διάστημα έως 30-9-2019 και με τα ποσοστά αναπλήρωσης του νόμου Βρούτση για το διάστημα από 1-10-2019 και μετά.
Οι αυξήσεις κυμαίνονται από 4,5 ευρώ για συνταξιούχο που είχε το βασικό μισθό και 31 έτη ασφάλισης έως και 216 ευρώ μεικτά για συνταξιούχο με 3.000 ευρώ μισθό και 40 έτη ασφάλισης. Για όσους είχαν ακόμα μεγαλύτερες αποδοχές η αύξηση είναι μεγαλύτερη. Η αύξηση είναι συνάρτηση του συντάξιμου μισθού (των αποδοχών βάσει των οποίων υπολογίστηκε η σύνταξη και των ετών ασφάλισης). Όσο περισσότερα είναι τα έτη και οι αποδοχές τόσο μεγαλύτερη είναι η αύξηση.
ΠΟΣΟΣΤΑ ΑΝΑΠΛΗΡΩΣΗΣ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΓΙΑ 33 ΕΤΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΓΙΑ 35 ΕΤΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΓΙΑ 40 ΕΤΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΓΙΑ 42 ΕΤΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
Ομήρου 6, 105 64
Κολωνάκι, Αθήνα
+30 211 18 21 018
+30 210 36 36 710
+30 210 36 36 711
+30 210 36 36 770
Παρακαλούμε περιμένετε...