Tην προηγούμενη Δευτέρα η κυβέρνηση παρουσίασε την έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη, που κατά δήλωση της αποτελεί τον οδικό χάρτη των μεταρρυθμίσεων που θα «μεταμορφώσουν» την ελληνική κοινωνία και αποκαταστήσουν τις στρεβλώσεις που κρατούν την ελληνική οικονομία σε υστέρηση σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες.
Η παρούσα κριτική δεν αφορά το σύνολο της έκθεσης, αλλά καταπιάνεται με συγκεκριμένα σημεία που αφορούν σημαντικό τμήμα της έκθεσης που αναφέρεται σε αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, στην κοινωνική ασφάλιση και στο ζήτημα του ιδιωτικού χρέους.
Το πρώτο μέρος της έκθεσης αναφέρεται σε διαπιστώσεις των παθογενειών της ελληνικής οικονομίας και των στρεβλώσεων που κρατούν το ελληνικό παραγωγικό μοντέλο σε υστέρηση σε σχέση με το μέσο όρο των ευρωπαϊκών οικονομιών. Ένα σημαντικό τμήμα των διαπιστώσεων (προφανώς όχι όλες) αποτελούν κοινές παραδοχές. Επιπλέον, ένα τμήμα των προτεινόμενων δράσεων που έχει ουδέτερο ιδεολογικό πρόσημο, αποτελεί επίσης κοινό τόπο.
Στα κεντρικά ζητήματα όμως της κατανομής των φορολογικών βαρών, της διάρθρωσης των εργασιακών σχέσεων και της δομής της κοινωνικής ασφάλισης, και των προτεινόμενων για τα πεδία αυτά πολιτικών δράσεων, η έκθεση διακρίνεται από ιδεοληπτική μονομέρεια καθώς θεοποιείται η δυνατότητα επίλυσης των διαχρονικών προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας μέσα από την αυτορρύθμιση της αγοράς και προκρίνεται η σχεδόν ολική αποχώρηση του κράτους από τον προστατευτικό του ρόλο σε σχέση με κρίσιμα κοινωνικά αγαθά όπως η εργασία, η υγεία και η κοινωνική ασφάλιση.
Είναι όμως πράγματι μεταρρυθμίσεις οι προτεινόμενες δράσεις στις οποίες καταλήγει η έκθεση;
Σχετικά με την κοινωνική ασφάλιση το πόρισμα προτείνει την θέσπιση μίας και ενιαίας εισφοράς υπέρ υγείας στους μισθωτούς, στο μοντέλο που ισχύει μετά την εφαρμογή του ν.4670/2020. Δηλαδή να πληρώνει ίδιες εισφορές υπέρ υγείας ο μισθωτός που λαμβάνει μισθό 6.500 ευρώ ή 3.000 ευρώ με τον μισθωτό που λαμβάνει μισθό 650 ευρώ. Για να πραγματοποιηθεί αυτό, ή θα αυξηθούν οι εισφορές υγείας στους χαμηλόμισθους, με αποτέλεσμα να μειωθεί περαιτέρω ο ήδη χαμηλός μισθός του ή το πιθανότερο να μειωθούν κατακόρυφα οι εισφορές υπέρ υγείας στους μεσαίους και υψηλούς μισθούς. Βέβαια πίσω από το «τυράκι» της αύξησης των καθαρών αποδοχών των μισθωτών μέσω της μείωσης των εισφορών υπέρ υγείας, κρύβεται η μείωση των αποθεματικών που κατευθύνονται στο σύστημα υγείας και περίθαλψης και συνακόλουθα η μείωση των κρατικών δαπανών που θα ενισχύουν την υγεία. Το παράδοξο, πέραν των ιδεολογικών διαφωνιών, είναι ότι αυτή η συζήτηση λαμβάνει χώρα εν μέσω της πανδημίας του κορωνοϊού, ενώ υποτίθεται πως είναι κοινός τόπος όλων των πολιτικών δυνάμεων η ανάγκη στήριξης του ΕΣΥ. Πώς θα ενισχύεται το Εθνικό Σύστημα Υγείας ενώ ταυτόχρονα θα μειώνονται οι εισφορές και οι δαπάνες υπέρ υγείας; Φαίνεται ότι η Επιτροπή έχει βρει τη λύση. Όπως αναφέρει στο σχετικό εδάφιο «το σχετικό κενό θα μπορεί να καλυφθεί από τα φορολογικά έσοδα». Τόσο απλά λύθηκε το ζήτημα, σαν τα φορολογικά έσοδα να είναι δεδομένα και να έρχονται ως μάννα εξ’ ουρανού χωρίς περαιτέρω φορολογικές επιβαρύνσεις στους πολίτες, μιας και στο ακριβώς προηγούμενο κεφάλαιο που αφορά την φορολογία, οι συντάκτες της έκθεσης προτείνουν γενναία μείωση φόρων στα μεσαία και υψηλά εισοδήματα και κυρίως στα κέρδη των επιχειρήσεων.
Στη συνέχεια προβλέπεται η θέσπιση πλαφόν ασφαλιστικών εισφορών υπέρ του κλάδου σύνταξης, ώστε να μην επιβαρύνονται οι υψηλόμισθοι ιδιωτικοί υπάλληλοι με μεγάλες εισφορές. Η εφαρμογή της άποψης αυτής θα οδηγήσει σε μείωση των εισερχόμενων στο σύστημα ασφαλιστικών εισφορών και θα δημιουργήσει έλλειμμα στα έσοδα του ΕΦΚΑ. Η κύρια έγνοια της Επιτροπής δεν είναι τόσο η ελάφρυνση των υψηλόμισθων υπαλλήλων, αλλά η μείωση του μη μισθολογικού κόστους για τις επιχειρήσεις.
Στο ίδιο πλαίσιο κινούνται και οι προτάσεις της επιτροπής για μείωση του κόστους των υπερωριών, που ήδη προωθείται από την κυβέρνηση, μέσω της χορήγησης δυνατότητας στις επιχειρήσεις να μπορούν να απασχολούν εργαζομένους πέραν του οκταώρου και έως δέκα ώρες χωρίς πρόσθετη αμοιβή, και η αναπλήρωση των παραπάνω ωρών με λιγότερες ώρες εργασίας ή ρεπό σε άλλη μέρα.
Ολόκληρο το κείμενο της έκθεσης διαπνέεται από την άποψη ότι αν μειώσουμε στο ελάχιστο το μισθολογικό και μη μισθολογικό κόστος, θα διαμορφωθούν όροι ταχείας οικονομικής ανάπτυξης, η οποία θα αναπληρώσει την μείωση των εσόδων και θα διατηρήσει αυτόματα την βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος αλλά και του εθνικού συστήματος υγείας. Η επιτυχία αυτού του εγχειρήματος δεν επιβεβαιώνεται από τα ιστορικά προηγούμενα και περισσότερο μοιάζει με ευχολόγιο παρά με εύλογη πεποίθηση. Προφανώς η ελάφρυνση των επιχειρήσεων είναι μέσο για την επίτευξη ανάπτυξης αλλά δεν αποτελεί την μοναδική παράμετρο. Χωρίς στήριξη της πραγματικής οικονομίας, εκτεταμένα προγράμματα δημοσίων επενδύσεων, ενίσχυση του πραγματικού εισοδήματος των μισθωτών –καταναλωτών , η μονομερής περικοπή κοινωνικών δαπανών θα οδηγήσει σε εμβάθυνση της οικονομικής κρίσης και αναδιανομή πλούτου.
Στο ζήτημα της κοινωνικής ασφάλισης, η αντίληψη που κυριαρχεί στην έκθεση είναι σαφής από την αρχή, καθώς τονίζεται πως «η ενίσχυση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων θα πρέπει να γίνει σε αντιδιαστολή με τις γενικής λειτουργικές ή συνταξιοδοτικές δαπάνες».
Επίσης, προκρίνεται στην έκθεση, με μισόλογα βέβαια και χωρίς ανάλυση, η κατάργηση των μεταβατικών διατάξεων για το όρια ηλικίας. Στη σελίδα 49 αναφέρεται πως «η περαιτέρω αύξηση της απασχόλησης, όμως, η οποία θα στοχεύει στην προσέλκυση νέων ομάδων του πληθυσμού στην αγορά εργασίας, προϋποθέτει επιπλέον μεταρρυθμίσεις που να μειώνουν τη φορολογική επιβάρυνση της μισθωτής εργασίας, να μειώνουν τα ποσοστά πρόωρης συνταξιοδότησης». Μα το ζήτημα της πρόωρης συνταξιοδότησης έχει ήδη λυθεί, υποτίθεται, με την εφαρμογή του ν.4336/2015 που αύξησε κατακόρυφα τα όρια ηλικίας, διατηρώντας μεταβατικές διατάξεις, ώστε λίγοι ασφαλισμένοι με πολλά έτη ασφάλισης να μπορούν να συνταξιοδοτηθούν πριν τα 62 έτη. Η έκθεση αναφέρει «Με βάση τις αλλαγές που έγιναν τα προηγούμενα χρόνια, αναμένεται ότι έως το 2022, οι επιλογές πρόωρης συνταξιοδότησης θα έχουν καταργηθεί και θα ισχύει μια γενική ηλικία συνταξιοδότησης των 67 ετών (ή των 62 ετών με εισφορές 40 ετών). Δεδομένων των δυσμενών δημογραφικών εξελίξεων για την Ελλάδα, δεν θα πρέπει να επανεισαχθούν εξαιρέσεις από αυτούς τους καθολικούς κανόνες». Οι συντάκτες της έκθεσης είτε δεν γνωρίζουν είτε σκοπίμως αποκρύπτουν ότι οι μεταβατικές διατάξεις για όσους κατοχυρώνουν δικαίωμα έως το 2021, συνεχίζουν να ισχύουν και μετά το 2022. Μήπως αυτό που εντέχνως προτείνουν είναι η κατάργηση των μεταβατικών διατάξεων και για αυτές τις κατηγορίες από 1-1-2022. Σε συνδυασμό με την γενικόλογη αναφορά στην ανάγκη εξορθολογισμού των κανόνων εξαγοράς των πλασματικών ετών (έχουν ήδη εξορθολογιστεί, καθώς από 1-1-2020 σε όλα τα ταμεία το κόστος εξαγοράς κυμαίνεται στο 20% του μισθού), μας καθιστούν καχύποπτους σχετικά με την πιθανότητα να νομοθετηθεί η κατάργηση της θεμελίωσης δικαιώματος μέσω της εξαγοράς πλασματικών ετών. Αν συμβεί αυτό, η μεγάλη πλειοψηφία που θεμελιώνει δικαίωμα συνταξιοδότησης έως τον Δεκέμβριο του 2021 με χρήση πλασματικών ετών, θα μείνει επί ξύλου κρεμάμενη έχοντας απολέσει το κατοχυρωμένο δικαίωμα συνταξιοδότησης.
Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στην ανάγκη να καταστεί η ανταποδοτική σύνταξη πιο αναλογική και περισσότερο ανταποδοτική. Μα δεν έγινε αυτό με τον πρόσφατο ν.4670/2020 (νόμος Βρούτση). Η περαιτέρω αύξηση της ανταποδοτικής σύνταξης προφανώς θα είναι θετικό γεγονός, αρκεί να μην συσχετισθεί με μείωση της εθνικής σύνταξης η με αύξηση ορίων ηλικίας.
Η έκθεση, ενώ αναφέρει ότι θα είναι άδικο να μειωθούν περαιτέρω οι συντάξεις, με τις προτάσεις της προωθεί σχέδιο μείωσης του αφού βάζει στο στόχαστρο τον διανεμητικό χαρακτήρα του ασφαλιστικού συστήματος. Συγκεκριμένα αναφέρει «δεδομένης της υφιστάμενης δομής του ασφαλιστικού συστήματος, η ενίσχυση του κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα του συστήματος προϋποθέτει μείωση της επιβάρυνσης από εισφορές που κατευθύνονται στον διανεμητικό πυλώνα (κύρια και επικουρική σύνταξη)». Πώς εξασφαλίζεται το ύψος των υφιστάμενων συνταξιοδοτικών παροχών, ενώ παράλληλα θα μειώνονται οι εισφορές που κατευθύνονται στην ασφάλιση για την κύρια σύνταξη;
Στο ζήτημα της επικουρικής σύνταξης ανακυκλώνονται οι γνωστές απόψεις περί μετάβασης σε ένα αμιγώς κεφαλαιοποιητικό σύστημα με συμμετοχή ιδιωτών. Η έκθεση αναγνωρίζει πως «η ενίσχυση των κεφαλαιοποιητικών πυλώνων δημιουργεί ένα χρηματοδοτικό κενό καθώς μέρος των εισφορών των εργαζομένων θα κατευθύνεται προς τις μελλοντικές συντάξεις τους και όχι προς την κάλυψη των συντάξεων των σημερινών συνταξιούχων». Όμως πάλι εύκολα βρίσκεται και η λύση. Όπως αναφέρεται «Η θετική αναπτυξιακή δυναμική που θα δημιουργήσει η μείωση του μη μισθολογικού κόστους εργασίας και η συσσώρευση αποταμιεύσεων στον κεφαλαιοποιητικό πυλώνα θα μειώσει το χρηματοδοτικό κενό». Οι συντάκτες της έκθεσης δηλαδή εκτιμούν ότι η μείωση των εισφορών των μισθωτών θα οδηγήσει σε γρήγορη και μεγάλη αύξηση αποταμιεύσεων, που οι μισθωτοί μην έχοντας που να τις δαπανήσουν, θα σπεύδουν να την καταθέσουν στην επικουρική τους ασφάλιση. Ακόμα και στο απίθανο σενάριο που ο κόσμος έχει τόσες αποταμιεύσεις που θα σπεύδει να τις καταθέσει στο επικουρικό του ταμείο, πώς θα καλύπτονται οι τρέχουσες συντάξεις των δημοσίων επικουρικών ταμείων, αφού οι αποταμιευτές θα έχουν απευθυνθεί κυρίως σε ιδιωτικά επικουρικά ταμεία τα οποία θα διαχειρίζονται τις εισφορές τους;
Οι συντάκτες της έκθεσης, στην προσπάθεια τους να καταστήσουν πιο εύπεπτο πολιτικά το σχέδιο τους, διστάζουν να δηλώσουν ότι η υλοποίηση των προτάσεων τους θα έχει πολλούς «χαμένους», με αποτέλεσμα να μειώνεται και η τεχνοκρατική αξιοπιστία των προτεινόμενων πολιτικών δράσεων.
Για τον κατώτατο μισθό η έκθεση προτείνει να αποφασίζεται από Συμβούλιο Εμπειρογνωμόνων με τριετή θητεία, χωρίς να συνδέεται αναγκαστικά με τους ρυθμούς ανάπτυξης και ούτε κατά διάνοια να διαμορφώνεται από τους κοινωνικούς εταίρους. Περαιτέρω, προτείνεται η απεξάρτηση των επιδομάτων από τον κατώτατο μισθό, να μην εξαρτάται δηλαδή από την αύξηση του κατώτατου μισθού η αύξηση των επιδομάτων.
Για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις αναφέρεται μόνο ότι το κράτος πρέπει να στηρίζει το πνεύμα συνεργασίας των κοινωνικών εταίρων, εργαζομένων και εργοδοτών, χωρίς επί της ουσίας προτάσεις για το πλαίσιο διαπραγμάτευσης. Για κλαδικές συμβάσεις προφανώς δε γίνεται λόγος.
Επιπροσθέτως, προτείνει την συγχώνευση όλων των επιδομάτων πλην αναπηρίας, σε ένα επίδομα με προφανώς λιγότερους δικαιούχους. Μια ενδιαφέρουσα άποψη, η οποία θα κριθεί στον τρόπο και στην στόχευση της εφαρμογής, είναι προκειμένου να μην έχει κίνητρο να παραμείνει επιδοματούχος και να μπορεί σταδιακά να εισέλθει στην παραγωγική διαδικασία ένας άνεργος που του προσφέρεται χαμηλά αμειβόμενη ολιγόωρη εργασία, να μην χάνει το σύνολο του επιδόματος, αλλά να διατηρεί μέρος του παράλληλα με την εργασία και σε εξάρτηση με τις αποδοχές του.
Σχετικά με την διαχείριση του ιδιωτικού χρέους προτάσσει την ανάγκη δραστικής μείωσης κόκκινων δανείων μέσα από δημιουργία bad bank η από διαχωρισμό των κόκκινων δανείων σε ξεχωριστό χαρτοφυλάκιο ανά τράπεζα. Επιπλέον, τονίζεται στο κείμενο η σημασία της πιστής εφαρμογής του νέου πτωχευτικού κώδικα για τα φυσικά πρόσωπα, η ρευστοποίηση δηλαδή των περιουσιών.
Η κεντρική εικόνα από τις προτεινόμενες δράσεις, που περιέχει η έκθεση της επιτροπής Πισσαρίδη, είναι η αποχώρηση του κράτους από τις προστατευτικές υποχρεώσεις προς του πολίτες, η συρρίκνωση του χώρου της κοινωνικής ασφάλισης και η δημιουργία ευκαιριών για ιδιωτική ασφάλιση, η υποτίμηση του κόστους της εργασίας και μείωση των κοινωνικών δαπανών. Απουσιάζει πλήρως κάθε αναφορά σε φορολόγηση του πλούτου ή στην ενίσχυση των Δημοσίων Νοσοκομείων.
Προφανώς και το παραγωγικό υπόδειγμα πρέπει να αλλάξει, η φορολογική βάση να διευρυνθεί, η οικονομία να εκσυγχρονιστεί και μπολιαστεί με καινοτομία. Αυτό όμως πρέπει να γίνει με το σύνολο της κοινωνίας όρθιο, τον κόσμο της εργασίας συμμέτοχο στο οικονομικό αποτέλεσμα και με το κράτος να θέτει κανόνες και διασφαλίζει όρους κοινωνικής δικαιοσύνης και προστασίας για τους αδυνάτους. Η ανάπτυξη δεν μπορεί να είναι ένας αριθμητικός αυτοσκοπός, αλλά όρος ευημερίας των πολλών και ευκαιριών κοινωνικής κινητικότητας.