4105/2018 Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών

Αγωγή πιστώτριας βάσει των άρθρων 939 ΑΚ επ. με σκοπό την διάρρηξη ως καταδολιευτικής της γονικής παροχής του εναγόμενου οφειλέτη της προς τον υιό του, επικαλούμενη την πρόθεση του να της προκαλέσει περιουσιακή βλάβη, καθιστώντας αδύνατη την ικανοποίηση της απαίτησής της. Απόρριψη αγωγής. Δεκτή η ένσταση του εναγομένου περί ύπαρξης έτερης εμφανούς, πλην της επίδικης ακίνητης περιουσίας, ακίνητης περιουσίας ιδιοκτησίας του κατά τον χρόνο άσκησης της υπό κρίση αγωγής, η περιγραφή και η αξία της οποίας εκτίθενται αναλυτικώς στις προτάσεις του και η οποία επαρκεί, βάσει της αξίας της, για την πλήρη ικανοποίηση της ενάγουσας, χωρίς την ανάγκη διάρρηξης της επίδικης γονικής παροχής, προϋπόθεση απαραίτητη για τη θεμελίωση αγωγής διάρρηξης και ως εκ τούτου δεν στοιχειοθετείται πρόθεση του εναγομένου να βλάψει τη δανείστρια, καθώς δεν προκύπτει ανεπάρκεια της υπόλοιπης περιουσίας του προς ικανοποίηση της απαίτησης της ενάγουσας.

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 4105/2018

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Συγκροτήθηκε αϊτό τους Δικαστές Χαρίκλεια Τσαγγαρού, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Μιχαήλ Φίλιπττα, Πρωτόδικη, Ιωάννη Σιμιτσή, Πρωτοδίκη- Εισηγητή, και από την Γραμματέα Βασιλική Βασιλοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στην Αθήνα, την 16^ Νοεμβρίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: ανώνυμης τραπεζιτικής εταιρείας με την επωνυμία «………………………..» και το διακριτικό τίτλο «……………..», με ΑΦΜ …………….., η οποία εδρεύει στην Αθήνα (οδός …………. αριθ. …..), εκπροσωπείται νόμιμα και παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της, ………………..(AMΔΣΑ ……..).

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) …………………… του …………., κατοίκου …………………. Αττικής (οδός ………….. αριθ. ….), με ΑΦΜ …………….. και 2) …………… του ……………., με ΑΦΜ ……………., αμφοτέρων κατοίκων …………….. Αττικής (οδός ………….. αριθ. …), οι οποίοι παραστάθηκαν μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου τους, Κωνσταντίνου Τσουκαλά (AMΔΣΑ 32832).

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 29.11.2012 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης ……………../2012 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου …………./2012 και προσδιορίσθηκε αρχικώς προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 1.10.2015, οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 939, 941, 942 και 943 ΑΚ, προκύπτει ότι οι δανειστές έχουν το δικαίωμα να απαιτήσουν τη διάρρηξη κάθε απαλλοτρίωσης που έγινε από τον οφειλέτη προς βλάβη τους, εφόσον η υπόλοιπη περιουσία δεν αρκεί για την ικανοποίησή τους. Προϋποθέσεις προστασίας των δανειστών είναι: 1) απαλλοτρίωση εκ μέρους του οφειλέτη. 2) απαλλοτρίωση με πρόθεση βλάβης των δανειστών, η οποία πρόθεση θεωρείται ότι υπάρχει, όταν αυτός (οφειλέτης) γνωρίζει ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η περιουσία που του απομένει να μην αρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών, αφού στην περίπτωση αυτή είναι προφανές ότι ο οφειλέτης γνωρίζει ότι συνέπεια της πράξεώς του είναι η βλάβη των τελευταίων, την οποία αποδέχεται και 3) γνώση του τρίτου ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών, η οποία γνώση τεκμαίρεται, όταν ο τρίτος είναι, κατά την απαλλοτρίωση σύζυγος του οφειλέτη ή συγγενής σε ευθεία γραμμή ή σε πλάγια γραμμή εξ αίματος έως και τον τρίτο βαθμό, ή από αγχιστεία έως το δεύτερο, το οποίο τεκμήριο δεν ισχύει αν πέρασε ένα έτος από την απαλλοτρίωση έως την έγερση της περί διαρρήξεως αγωγής, ενώ η ανωτέρω γνώση δεν απαιτείται αν η απαλλοτρίωση έγινε από χαριστική αιτία (ΟλΑΠ 6/2003, ΑΠ 1824/2012, ΑΠ 891/2008, ΕφΑΘ 2120/2014). Η αγωγή διάρρηξης, μπορεί να στρέφεται είτε μόνο κατά του οφειλέτη είτε μόνο κατά του τρίτου είτε και κατά των δύο, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση δημιουργείται μεταξύ τους η σχέση της αναγκαστικής ομοδικίας, καθόσον δεν είναι νοητή η έκδοση αντίθετων αποφάσεων έναντι των ομοδίκων αυτών (ΑΠ 1217/2014, ΑΠ 1824/2012, ΑΠ 1332/2011, ΕφΘεσ 1476/2014). Ως απαλλοτρίωση, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 942 ΑΚ, δηλαδή χαριστική, είναι και η γονική παροχή, που θεσμοθετείται με το άρθρο 1509 του ίδιου Κώδικα αφού και αυτή συνιστά επίδοση από ελευθεριότητα. Δεν συνάγεται δε το αντίθετο από το χαρακτηρισμό της, στο α’ εδάφιο της τελευταίας διάταξης, ως δωρεάς, ως προς το ποσό που υπερβαίνει το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, αφού αυτό αποσκοπεί στο να αποκλείσει τη δυνατότητα ανάκλησης αυτής, ως προς το μέρος που αυτή δεν αποτελεί δωρεά και όχι να τη χαρακτηρίσει, εξ αντιδιαστολής, ως επαχθή δικαιοπραξία. Το γεγονός δε ότι η εν λόγω απαλλοτρίωση γίνεται προς εκπλήρωση σχετικής ηθικής υποχρέωσης του γονέα προς το τέκνο, δεν μπορεί να δικαιολογήσει ούτε τη βλάβη των δανειστών, ούτε την προτίμηση εκπλήρωσης από τον οφειλέτη των ηθικών υποχρεώσεών του έναντι των νομικών (ΑΠ 28/2017, ΑΠ 778/2015, ΑΠ 1217/2014). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118, 216 ΚΠολΔ και 939-942 ΑΚ συνάγεται ότι, το δικόγραφο της αγωγής με την οποία ζητείται η εκ μέρους του δανειστή διάρρηξη, ως καταδολιευτικής, κάθε απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας του οφειλέτη του πρέπει, για την πληρότητά του, να διαλαμβάνει α) περιγραφή αφενός της απαίτησης του δανειστή κατά του οφειλέτη, γεγενημένης κατά τον χρόνο της απαλλοτριώσεως και ληξιπρόθεσμης κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής και αφετέρου του απαλλοτριωθέντος περιουσιακού στοιχείου του τελευταίου με τον προσδιορισμό της αξίας αυτού κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, β) επίκληση προθέσεως βλάβης του δανειστή και θετικής γνώσεως της εν λόγω προθέσεως από τον τρίτο κατά τον χρόνο της απαλλοτριώσεως και γ) επίκληση βλάβης του δανειστή, συνισταμένη στην αδυναμία αυτού να ικανοποιήσει την απαίτησή του εξαιτίας του ότι η υπολειπομένη εμφανής, μετά την απαλλοτρίωση, περιουσία του οφειλέτη κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, δεν επαρκεί ι που πρέπει να περιέχει η αγωγή διάρρηξης, για να είναι ορισμένη, περιλαμβάνονται το ποσό της απαίτησης του ενάγοντος δανειστή και η αξία του περιουσιακού στοιχείου, που απαλλοτριώθηκε, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, διότι η διάρρηξη δεν είναι αναγκαία ολική, αλλά επέρχεται μόνο κατά το μέρος που ζημιώνεται ο δανειστής, αν δε το απαλλοτριωθέν έχει μεγαλύτερη αξία από την απαίτηση του δανειστή, η διάρρηξη είναι μερική και εκφράζεται σε ποσοστό αντίστοιχο με την αξία της απαίτησης του δανειστή προς την αξία του απαλλοτριωθέντος (ΟλΑΠ 15/2012, ΑΠ 1963/2009, ΑΠ 1800/2008, ΑΠ 1112/2004, ΕφΛαρ 64/2013, ΕφΛαμ 18/2013). Εξάλλου, εάν η απαίτηση αποτελεί κατάλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού, που κλείσθηκε, για το ορισμένο της αγωγής, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, πρέπει να γίνεται παράθεση όλων των χρεοπιστωτικών κονδυλίων αυτού του λογαριασμού, από τα οποία προκύπτει αυτό το κατάλοιπο (ΑΠ 828/2004, ΕφΛαρ 64/2013, ΕφΠειρ 440/2011, ΕφΑΘ 507/2009, ΕφΘεσ 2239/2008), εκτός εάν η αγωγή στηρίζεται στην αναγνώριση του καταλοίπου από τον οφειλέτη (ΑΠ 1458/2006, ΑΠ 828/2004) ή αν για την ύπαρξη και το ύψος της απαίτησης υφίσταται δεδικασμένο (ΑΠ 1339/2012, ΑΠ 828/2004, ΑΠ 49/2001), ενόψει του ότι το τελευταίο αποκλείει την αμφισβήτηση από τον εναγόμενο της ύπαρξης και του ύψους της απαίτησης (ΑΠ 828/2004, ΑΠ 1567/2008, ΕφΑΘ 507/2009). Τέτοιο δεδικασμένο δε, που αποκλείει αυτή την αμφισβήτηση, προέρχεται και από τη διαταγή πληρωμής, η οποία εκδόθηκε μετά από αίτηση του ενάγοντος σε βάρος του εναγομένου, για απαίτηση σε βάρος του τελευταίου από κατάλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού και η οποία έχει καταστεί τελεσίδικη είτε με την τελεσίδικη, κατά παραδοχή ανακοπής κατ’ αυτής, ακύρωση της διαταγής πληρωμής, λόγω ανυπαρξίας της απαίτησης, είτε, σε περίπτωση μη άσκησηςανακοπής, εντός της προθεσμίας των δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών από την επίδοσή της, όπως ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ, με την άπρακτη πάροδο των δέκα (10) εργάσιμων ημερών από τη νέα επίδοση αυτής στον οφειλέτη, τη μη άσκηση, δηλαδή, από αυτόν ανακοπής μέσα στην εν λόγω προθεσμία (άρθρο 633 παρ. 2 ΚΠολΔ, βλ. και ΟλΑΠ 6/1996). Στην περίπτωση αυτή, όμως, πρέπει, για το ορισμένο της αγωγής, να αναφέρεται σε αυτήν ότι για την από το κατάλοιπο του αλληλόχρεου λογαριασμού απαίτηση έχει εκδοθεί συγκεκριμένη διαταγή πληρωμής, που έχει καταστεί τελεσίδικη (ΑΠ 828/2004, ΕφΛαρ 49/2009, ΕφΘεσ 3096/2006).

Η ενάγουσα, με την υπό κρίση αγωγή της, εκθέτει ότι δυνάμει της υπ' αριθ. …………………. σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και των πρόσθετων πράξεων αυτής, χορήγησε στον πρώτο των εναγομένων πίστωση μέχρι του ποσού των 70.000 ευρώ. Ότι την 26.5.2011, λόγω της μη τήρησης των συμφωνηθέντων εκ μέρους του πρώτου των εναγομένων, κατήγγειλε την ως άνω σύμβαση και έκλεισε τους λογαριασμούς που τηρήθηκαν για την εξυπηρέτησή της, με συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο 42.229,65 ευρώ. Ότι για την ως άνω απαίτησή της εκδόθηκε, κατόπιν αιτήσεώς της, η υπ’ αριθ. 6914/5.3.2012 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία κοινοποιήθηκε στον πρώτο των εναγόμενων την 12.3.2012. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι την 29.3.2011, ο πρώτος εναγόμενος μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής στο δεύτερο εναγόμενο-υιό του το εξ αδιαιρέτου της πλήρους κυριότητας μίας αυτοτελούς και ανεξάρτητης οριζόντιας ιδιοκτησίας (αναγερθησόμενης οικοδομής) στα ………….. Αττικής, όπως λεπτομερώς περιγράφεται στο αγωγικό δικόγραφο, αντικειμενικής αξίας 4.235,90 ευρώ και αγοραίας αξίας τόσο κατά τον χρόνο της επίδικης μεταβίβασης, όσο και κατά τον χρόνο της άσκησης της αγωγής, 60.000 ευρώ. Επικαλούμενη, δε, ότι η παραπάνω απαλλοτρίωση έγινε από τον πρώτο εναγόμενο προς βλάβη της ενάγουσας και με σκοπό τη ματαίωση της ικανοποίησης της απαίτησής της κατ’ αυτού, δεδομένου ότι γνώριζε ότι με την απαλλοτρίωση θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η περιουσία που του απέμεινε, να μην επαρκεί για την ικανοποίηση της ενάγουσας, ζητεί να διαρρηχθεί, ως καταδολιευτική, η παραπάνω μεταβίβαση και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων.

Με το περιεχόμενο αυτό η αγωγή αρμοδίως και παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 18 και 22 ΚΠολΔ), κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία και είναι, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην ανωτέρω νομική σκέψη, ορισμένη, παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς των εναγομένων, δεδομένου ότι στο δικόγραφο αυτής διαλαμβάνονται όλα τα αναγκαία για την πληρότητα του περιεχομένου της στοιχεία και πιο συγκεκριμένα η απαίτηση της ενάγουσας κατά του πρώτου εναγομένου, με προσδιορισμό της αιτίας από την οποία προήλθε, δηλαδή από κατάλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού, με παράθεση των οικείων χρεοπιστωτικών κονδυλίων αυτού, καθώς και με προσδιορισμό του ποσού της απαίτησης αυτής, το πραγματικό ύψος του οποίου θα προκόψει από την αποδεικτική διαδικασία, η εκ μέρους του πρώτου εναγομένου μεταβίβαση του λεπτομερώς περιγραφόμενου περιουσιακού του στοιχείου, η αξία του οποίου προσδιορίζεται με σαφήνεια, η εκ μέρους του πρώτου εναγομένου πρόθεση βλάβης της ενάγουσας και η αφερεγγυότητα του πρώτου εναγομένου - οφειλέτη της, υπό την έννοια ότι δεν υφίσταται ικανή περιουσία του τελευταίου για την ικανοποίηση της απαίτησης της ενάγουσας. Επίσης, ο ισχυρισμός των εναγόμενων ότι η αγωγή κατά το μέρος που στρέφεται εναντίον του δεύτερου εξ αυτών είναι απαράδεκτη λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης του τελευταίου είναι μη νόμιμος και πρέπει να απορριφθεί, αφού όπως εκτίθεται στη μείζονα σκέψη, η αγωγή διάρρηξης μπορεί να στρέφεται είτε μόνο κατά του οφειλέτη είτε μόνο κατά του τρίτου είτε και κατά των δύο. Περαιτέρω η αγωγή είναι νόμιμη, βασιζόμενη στις διατάξεις των άρθρων που αναφέρονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας, καθώς και σε αυτή του 176 ΚΠολΔ. Πρέπει, συνεπώς, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της, σύμφωνα με το άρθρο 220 παρ. 1 ΚΠολΔ, έχει εγγράφει νομίμως και εμπροθέσμως στα βιβλία διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου Κερατέας (βλ. το υπ’ 2817/14.12.2012 πιστοποιητικό του Υποθηκοφύλακα Κερατέας).

Από τη διάταξη του άρθρου 939 ΑΚ προκύπτει, ότι για τη διάρρηξη ως καταδολιευτικής απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας του οφειλέτη, απαιτείται, εκτός των άλλων, και σκοπός του οφειλέτη να βλάψει τους δανειστές του, γεγονός που συμβαίνει, όταν η υπολειπόμενη εμφανής και όχι αφανής περιουσία του οφειλέτη, δεν επαρκεί για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των δανειστών του, δεν έχει δε σημασία, ότι άλλος τρίτος, ενεχόμενος εις ολόκληρο με τον οφειλέτη, έχει περιουσία της οποίας μπορούν να επιληφθούν οι δανειστές προς ικανοποίηση των απαιτήσεών τους. Ο ισχυρισμός του εναγομένου οφειλέτη ή του από αυτόν αποκτήσαντος τρίτου, προς απόκρουση της εις βάρος του αγωγής του δανειστή με την οποία ζητείται η διάρρηξη δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής, ότι ο απαλλοτριώσας οφειλέτης έχει άλλη εμφανή περιουσία, ικανή προς ικανοποίηση των δανειστών του1 οφειλέτη, αποτελεί ένσταση και για να είναι ορισμένος πρέπει να αναφέρονται τα περιουσιακά στοιχεία και η αξία αυτών, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στον ενάγοντα δανειστή να αμυνθεί και να μπορεί να κριθεί αν η υπολειπόμενη αυτή εμφανής περιουσία, εν όψει της αξίας αυτής και της απαίτησης του δανειστή, είναι ικανή για την| ικανοποίηση του δανειστή (ΑΠ 1001/2007, ΕφΠειρ 357/2016, ΕφΑΘ 2120/2014). Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ το δικαίωμα ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε της ασκήσεώς του, καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το διάστημα που μεσολάβησε, δημιούργησαν στον υπόχρεο την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκηθεί το δικαίωμα, σε τρόπο ώστε η μεταγενέστερη άσκησή του, που θα έχει επαχθείς για τον οφειλέτη συνέπειες, να μη δικαιολογείται επαρκώς και να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε στον υπόχρεο την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το -δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει ^καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν ' προσθέτως ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου που προηγήθηκε, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται από τα όρια που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, Στην περίπτωση αυτή η επιχειρούμενη από τον δικαιούχο ανατροπή της πιο πάνω κατάστασης δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες για τον υπόχρεο και να θέτει έτσι σε κίνδυνο την οικονομική κατάσταση που δημιούργησε, αλλά αρκεί να έχει δυσμενείς απλώς επιπτώσεις στα συμφέροντά του (Ολ.ΑΠ 8/2001) να προκαλείται δηλαδή έντονη η εντύπωση αδικίας. Περαιτέρω, από το συνδυασμό της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, προς εκείνη του άρθρου 262 παρ.1 του ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι για την πληρότητα της ένστασης περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος και το παραδεκτό αυτής, από την άποψη χρόνου προβολής της, πρέπει, κατά την πρωτοβάθμια συζήτηση της υπόθεσης, να προβάλλονται τα περιστατικά που συγκροτούν την κατάχρηση δικαιώματος από το διάδικο κατά του οποίου ασκείται το δικαίωμα, συγχρόνως δε να γίνεται επίκληση από τον ενιστάμενο του γεγονότος, ότι τα περιστατικά αυτά καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος και να διατυπώνεται αίτημα απόρριψη της αγωγής για την αιτία αυτή, διαφορετικά η ένσταση αυτή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη (ΟλΑΠ 472/1983, ΑΠ 1032/2014, ΑΠ 439/2013). Έτσι, για να είναι ορισμένη η ένσταση καταχρηστικής άσκησης της αγωγής πρέπει επίσης να εκτίθενται περιστατικά τόσο για την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ενάγοντος και του υπόχρεου εναγομένου όσο και για τις ειδικές συνθήκες και περιστάσεις εξαιτίας των οποίων θα επέλθουν σε βάρος του εναγομένου δυσμενείς συνέπειες, εν όψει της ήδη διαμορφωθείσας κατάστασης (ΑΠ 439/2013).

Στην προκειμένη περίπτωση, οι εναγόμενοι, με τις προτάσεις τους, αρνούνται αιτιολογημένα την αγωγή και περαιτέρω προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι είναι επαρκής προς ικανοποίηση της ενάγουσας η υπόλοιπη περιουσία του πρώτου εναγομένου, αφού αυτός έχει στην κυριότητα του ένα διαμέρισμα στη ………….. Αττικής, το οποίο περιγράφουν, αντικειμενικής αξίας 102.702,60 ευρώ, στο οποίο έχει εγγράφει προσημείωση υποθήκης από την τράπεζα «…………………….» μέχρι του ποσού των 4.700ευρώ. Ο ισχυρισμός αυτός, κατά τα εκτιθέμενα στην αμέσως παραπάνω νομική σκέψη συνιστά ένσταση, η οποία είναι ορισμένη και νόμιμη, πρέπει δε να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν. Ακόμα, προβάλλουν ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος (281 ΑΚ), ισχυριζόμενοι ότι η αγοραία αξία του απαλλοτριωθέντος δικαιώματος ανέρχεται στο ποσό των 2.117,95 ευρώ, ως εκ τούτου η διάρρηξη της ένδικης δικαιοπραξίας δεν θα καλύψει την απαίτηση της ενάγουσας, αλλά θα ζημιώσει τον πρώτο εναγόμενο. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, διότι δεν γίνεται επίκληση των αναγκαίων, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, ιδιαίτερων περιστατικών αναγόμενων στη συμπεριφορά της ενάγουσας, από τα οποία να δημιουργήθηκε στους εναγομένους ευλόγως η πεποίθηση ότι αποκλείεται στο μέλλον η άσκηση του επίδικου δικαιώματος.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα, …………………. του ……………., που νομότυπα εξετάσθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου με επιμέλεια των εναγομένων (η ενάγουσα δεν πρότεινε μάρτυρα προς εξέταση) και περιέχεται στα υπ' αριθ. 23902/2017 πρακτικά συζήτησης συνεδρίασης αυτού, από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, μερικά από τα οποία μνημονεύονται παρακάτω χωρίς να παραλειφθεί η συνεκτίμηση κανενός, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 339 σε συνδ. με 395 ΚΠολΔ), από την υπ’ αριθ. 15016/21.12.2016 ένορκη βεβαίωση της ………………… του …………. ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………………………. που ελήφθη με επιμέλεια των εναγομένων κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της ενάγουσας (βλ. την υπ’ αριθ. 6314Γ716.12.2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά ………………… και τη συνημμένη σε αυτή από 16.12.2016 κλήση σε εξέταση μαρτύρων), από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, καθώς και από τις συναγόμενες, κατ' άρθρο 261 ΚΠολΔ, ομολογίες των διαδίκων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ' αριθ. ……………………. σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, σε συνδυασμό με τις από 29.10.2007 και 20.12,2007 πρόσθετες πράξεις στην παραπάνω σύμβαση, η ενάγουσα χορήγησε στον πρώτο εναγόμενο πίστωση μέχρι του συνολικού ποσού των 70.000 ευρώ. Ο πρώτος εναγόμενος, ως πιστούχος, έκανε χρήση του ποσού της ως άνω σύμβασης πίστωσης, προς εξυπηρέτηση της οποίας τηρήθηκαν αρχικώς οι υπ1 αριθ. ……………….. και ……………………. αλληλόχρεοι λογαριασμοί, οι οποίοι στη συνέχεια, λόγω αλλαγών στο μηχανογραφικό σύστημα της τράπεζας, αντί καταστάθηκαν από τους υπ’ αριθ. …………………… και …………………… λογαριασμούς. Ωστόσο, επειδή ο πιστούχος-πρώτος εναγόμενος, δεν εξεπλήρωσε τις από την ως άνω σύμβαση υποχρεώσεις του, έχοντας καθυστερήσει την καταβολή των οφειλόμενων δόσεων, την 26.5.2011, η ενάγουσα, όπως είχε δικαίωμα, σύμφωνα με το νόμο και τους όρους της εν λόγω σύμβασης, προέβη στο οριστικό κλείσιμο των ως άνω λογαριασμών και κατήγγειλε αυτήν δια της από 26.5.2011 εξώδικης δήλωσης και πρόσκλησής της, την οποία κοινοποίησε στον πρώτο εναγόμενο-πιστούχο, την 8.6.20111. Ειδικότερα, με την ως άνω εξώδικη δήλωση και πρόσκλησή της, η ενάγουσα, γνωστοποίησε στον πρώτο εναγόμενο ότι προέβη την 26.5.2011 στο οριστικό κλείσιμο των λογαριασμών της ως άνω πίστωσης, ο μεν πρώτος από τους οποίους εμφάνισε χρεωστικό κατάλοιπο ποσού 16.781,70 ευρώ, ο δε δεύτερος εμφάνισε χρεωστικό κατάλοιπο ποσού 25.447,95 ευρώ, δηλαδή εμφάνισαν συνολικό χρεωστικό κατάλοιπο ποσού 42.229,65 ευρώ καθώς και ότι κατήγγειλε τη σύμβαση πίστωσης. Επιπλέον, με την ίδια εξώδικη δήλωση και πρόσκλησή της, η ενάγουσα, μεταξύ άλλων, κάλεσε τον πιστούχο-πρώτο εναγόμενο, να της εξοφλήσει άμεσα το ως άνω συνολικό χρεωστικό κατάλοιπο, με το νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας, όπως καθορίζεται από τη σύμβαση και τον νόμο, από την επομένη του κλεισίματος των λογαριασμών, δηλαδή την 25.7.2011, μέχρι την εξόφληση, πλέον τόκων υπερημερίας επί των καθυστερούμενων τόκων και εξαμηνιαίο ανατοκισμό αυτών, πλην όμως ουδέν ποσό καταβλήθηκε. Ακολούθως, κατόπιν της από 13.7.2011 αίτησης της ενάγουσας, εκδόθηκε η υπ' αριθ. 6914/2012 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά του πρώτου εναγομένου, με την οποία ο τελευταίος διατάχθηκε να της καταβάλει το ποσό των 42.229,65 ευρώ, με το νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας, όπως καθορίζεται από τη σύμβαση και τον νόμο, από την 25.7.2011, μέχρι την εξόφληση, πλέον τόκων υπερημερίας επί των καθυστερούμενων τόκων και εξαμηνιαίο ανατοκισμό αυτών καθώς και το ποσό των 717 ευρώ για δικαστική δαπάνη. Ακριβές αντίγραφο εκ του πρώτου απογράφου εκτελεστού της ως άνω διαταγής πληρωμής μετά της κάτωθι αυτής από 8.3.2012 επιταγής προς πληρωμή, επιδόθηκε στον πρώτο των εναγομένων την 12.3.2012. Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι πριν από την καταγγελία της παραπάνω σύμβασης και το οριστικό κλείσιμο των λογαριασμών και ενώ τα παραγωγικά της απαίτησης της ενάγουσας περιστατικά, ιδίως η σύμβαση και η χορήγηση της πίστωσης, όπως προαναφέρθηκε, είχαν συντελεσθεί, ο πρώτος εναγόμενος, δυνάμει του υπ’ αριθ. ……………… συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Καλλιθέας ………………………., που μεταγράφηκε νομίμως την 1.4.2011 στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καλλιθέας (τόμος 534, αριθ. 124), μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής προς τον υιό του και εν προκειμένω δεύτερο εναγόμενο, ………………….., το εξ αδιαιρέτου της πλήρους κυριότητας μίας αυτοτελούς και ανεξάρτητης οριζόντιας ιδιοκτησίας (ανεγερθησόμενης οικοδομής), η οποία θέλει ανεγερθεί επί τμήματος ενιαίου αγροτεμαχίου που βρίσκεται στη θέση «………………..» της κτηματικής περιφέρειας της Δημοτικής Κοινότητας ……………… Αττικής Δημοτικής Ενότητας …………….. του Δήμου …………… της Περιφερειακής Ενότητας Ανατολικής Αττικής, εκτάσεως (του όλου) 7.950 τ.μ., το δε τμήμα του επί του οποίου θέλει αναγερθεί η ανωτέρω οικοδομή, εμφαίνεται με στοιχεία ΗΘΙΚΗ στο από Μαρτίου 2011 τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού …………………. που προσαρτάται στο ως άνω συμβόλαιο, έχει συνολικό εμβαδόν 1.000 τ.μ., συμμετοχή επί της κοινόχρηστης αυλής 50,30 τ.μ., καθαρό εμβαδόν μετά την αφαίρεση της συμμετοχής επί της κοινόχρηστης αυλής 949,70 τ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας στο όλο γεωτεμάχιο 125,80/000 και ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του κονοχρήστου 128,70/000. Η αντικειμενική αξία του μεταβιβασθέντος από τον πρώτο εναγόμενο εμπράγματου δικαιώματος (1/2 εξ αδιαιρέτου της πλήρους κυριότητας) επί της ως άνω ανεγερθησόμενης οριζόντιας ιδιοκτησίας, τόσο κατά το χρόνο σύνταξης του ως άνω συμβολαίου όσο και κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής ανέρχεται στο ποσό των 4.235,90 ευρώ, ενώ η εμπορική του αξία κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής ανέρχεται στο ποσό των 12.000 ευρώ. Εξάλλου αποδείχθηκε ότι κατά τον χρόνο άσκησης της κρινόμενης αγωγής, ο πρώτος εναγόμενος, εκτός του παραπάνω εμπραγμάτου δικαιώματος που μεταβίβασε στσν υιό του-δεύτερο εναγόμενο, είχε στην κυριότητα του το υπό στοιχεία Γ-1 διαμέρισμα του τρίτου υπέρ του ισογείου ορόφου, εμβαδού 115 τ.μ., που βρίσκεται στην πολυκατοικία που έχει ανεγερθεί σε οικόπεδο εκτάσεως 271,70 τ.μ. επί της οδού ………………. αριθ. … στη ………. Αττικής, στο οποίο (διαμέρισμα) ανήκει κατ’ αποκλειστική χρήση η υπό στοιχεία 1-2 θέση στάθμευσης αυτοκινήτου του καλυμμένου τμήματος της πυλωτής, επιφάνειας 12 τμ. Το ως άνω διαμέρισμα κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής ήταν βεβαρημένο με: α) προσημείωση υποθήκης ποσού 72.800 ευρώ υπέρ της τράπεζας «……………………..», που εγγράφηκε δυνάμει της υπ’ αριθ. 6038/14.10.2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και καταχωρίσθηκε στο Κτηματολογικό Γραφείο Νέας Σμύρνης την 15.10.2010 με αριθμό 4.522, β) προσημείωση υποθήκης ποσού 4.700 ευρώ υπέρ της εταιρείας «……………...», που εγγράφηκε δυνάμει της υπ’ αριθ. 486/23.2.2011 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδίκη Πειραιώς και καταχωρίσθηκε στο Κτηματολογικό Γραφείο Νέας Σμύρνης την 20.4.2011 με αριθμό 1.291, γ) υποθήκη ποσού 6.579,22 ευρώ υπέρ της εταιρείας «………………………………..», που εγγράφηκε δυνάμει της υπ' αριθ. 188/4.3.2011 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδίκη Καλλιθέας και καταχωρίσθηκε στο Κτηματολογικό Γραφείο Νέας Σμύρνης την 31.5.2011 με αριθμό 1.773, δ) υποθήκη ποσού 6.475,55 ευρώ υπέρ της εταιρείας «…………………………..», που εγγράφηκε δυνάμει της υπ’ αριθ. 189/4.3,2011 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδίκη Καλλιθέας και καταχωρίσθηκε στο Κτηματολογικό Γραφείο Νέας Σμύρνης την 31.5.2011 με αριθμό 1.774, ε) προσημείωση υποθήκης ποσού 9.371,41 ευρώ υπέρ του ………………… του …………., που εγγράφηκε δυνάμει της υπ’ αριθ. 471/31.5.2011 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδίκη Καλλιθέας και καταχωρίσθηκε στο Κτηματολογικό Γραφείο Νέας Σμύρνης την 20.1.2012 με αριθμό 155, στ) αναγκαστική κατάσχεση υπέρ της εταιρείας «………………….» για το ποσό των 7.516 ευρώ, που εγγράφηκε δυνάμει της υπ’ αριθ. 1021/14.2.2011 κατασχετήριας έκθεσης της δικαστικής επιμελήτριας Αθηνών ………………………. και καταχωρίσθηκε στο Κτηματολογικό Γ ραφείο Νέας Σμύρνης την 14.2.2011 με αριθμό 491 και ζ) αναγκαστική κατάσχεση υπέρ της Δ.Ο.Υ. Β' Καλλιθέας για το ποσό των 28.750,39 ευρώ, που εγγράφηκε δυνάμει της υπ’ αριθ. 6967/8.10.2012 κατασχετήριας έκθεσης της δικαστικής επιμελήτριας Πειραιά ………………………….. και καταχωρίσθηκε στο Κτηματολογικό Γραφείο Νέας Σμύρνης την 11.10.2012 με αριθμό 2.491. Εκ των ανωτέρω αποδεικνύεται ότι κατά τους χρόνους άσκησης και συζήτησης της αγωγής η ως άνω εμφανής περιουσία του πρώτου εναγομένου, εκτός του ακινήτου για το οποίο ζητείται η διάρρηξη της επίδικης απαλλοτρίωσης, ήταν βεβαρημένη με τα εκτεθέντα εμπράγματα δικαιώματα τρίτων (προσημειώσεις υποθηκών, υποθήκες και κατασχέσεις), προς εξασφάλιση και ικανοποίηση οικονομικών αξιώσεων, συνολικού ποσού 136.192,18 ευρώ. Ωστόσο, λαμβανομένης υπόψη της εμπορικής αξίας του παραπάνω διαμερίσματος, η οποία ανέρχεται στο ποσό των 185.000 ευρώ (βλ. σχετ. την με επίκληση προσκομιζόμενη από την ενάγουσα υπ’ αριθ. 1036/13.4.2011 Α’ περίληψη κατασχετήριας έκθεσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Πρωτοδικείου Αθηνών ……………………….), η εν λόγω εμφανής περιουσία του πρώτου εναγομένου, ακόμα και μετά την τυχόν ικανοποίηση των ως άνω αξιώσεων των τρίτων (185.000-136.192,18=48.807,82 ευρώ), επαρκεί για την ικανοποίηση της ληξιπρόθεσμης αξίωσης της ενάγουσας σε βάρος του, ποσού, όπως εκτέθηκε, 42.229,65 ευρώ. Επομένως και σύμφωνα με όσα αναπτύσσονται στη νομική σκέψη, δέν συντρέχει η αναγκαία, για τη διάρρηξη της ένδικης μεταβίβασης προϋπόθεση της ανεπάρκειας της υπόλοιπης περιουσίας του πρώτου εναγομένου προς ικανοποίηση της απαίτησης της ενάγουσας και κατά συνέπεια η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ' ουσίαν, γενόμενης δεκτής της σχετικής ένστασης των εναγόμενων. Τέλος, η ενάγουσα, λόγω της ήττας της (άρθρο 176 ΚΠολΔ), πρέπει να καταδικασθεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εναγομένων, γενόμενου δεκτού του σχετικού αιτήματος των τελευταίων, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εναγομένων, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα την ...

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Επικοινωνία

ΚΩΣΤΑΣ Δ. ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ

Ομήρου 6, 105 64

Κολωνάκι, Αθήνα

+30 211 18 21 018

+30 210 36 36 710

+30 210 36 36 711

+30 210 36 36 770

Αυτή η διεύθυνση Email προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.