Με τροπολογία που έκανε δεκτή η κυβέρνηση προβλέπεται ότι «η αξιόλογη καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του εργαζομένου από τον εργοδότη, ανεξαρτήτως της αιτίας της καθυστέρησης, θεωρείται μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας». Υπενθυμίζεται ότι ο άρειος Πάγος με την απόφαση του (ΑΠ 677/2017) είχε κρίνει ότι η μη καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του μισθωτού, έστω και μακροχρόνια, δεν αρκεί να θεμελιώσει την έννοια της βλαπτικής μεταβολής των όρων της σύμβασης εργασίας του, αν δεν συνδέεται και με την πρόθεση του εργοδότη να εξαναγκάσει αυτόν σε παραίτηση προκειμένου να αποφύγει την καταβολή σ’ αυτόν της αποζημίωσης απόλυσης. Η ρύθμιση που φέρνει η συγκεκριμένη τροπολογία και πλέον είναι νόμος του κράτους, αποτελεί αναμφισβήτητα θετική εξέλιξη , καθώς στην ουσία σημαίνει πως η χρονίζουσα καθυστέρηση καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών ισοδυναμεί δυνητικά με σιωπηρή καταγγελία της σύμβασης εργασίας και με την γέννηση της υποχρέωσης του εργοδότη να καταβάλλει στον εργαζόμενο αποζημίωση απόλυσης . Δίνει λύση στην συνηθισμένη στα χρόνια της κρίσης πρακτική, ο εργοδότης ενώ δεν πληρώνει το μισθό στον εργαζόμενο και δεν μπορεί ή δεν θέλει να συντηρήσει την εργασιακή σχέση , δεν καταγγέλλει την σύμβαση εργασίας προκειμένου να εξωθήσει τον εργαζόμενο σε παραίτηση και να μην του αναγνωρίσει αποζημίωση απόλυσης . Με την νέα νομοθετική ρύθμιση , παρά την ανωτέρω πρακτική, ο εργαζόμενος μπορεί να διεκδικήσει και να πετύχει δικαστικά την αναγνώριση της σιωπηρής καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του και να υποχρεώσει τον εργοδότη στην καταβολή αποζημίωσης λόγω απόλυσης.